μακρόρρυγχος

μακρόρρυγχος
-η, -ο (Α μακρόρρυγχος, -ον)
αυτός που έχει μακρύ ρύγχος
αρχ.
αυτός που εμφανίζει προγναθισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + ῥύγχος (πρβλ. λευκό-ρρυγχος, πλατύ-ρρυγχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αζούματο — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως ερούκη η μακρόρρυγχος. Πρόκειται για αυτοφυή μορφή της κηπευτικής ρόκας. Γι’ αυτό και σε πολλά μέρη της Ελλάδας λέγεται αγριόροκα. * * * το Βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Eruca sativa τού γένους Ερούκη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μαστόδοντα — Ομάδα προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μειόκαινου εποχής και έζησαν έως και την πλειστόκαινο. Τα μ. ήταν προσαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και ο κύριος εκπρόσωπός τους ήταν το γένος Mastodon ήMammut …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”